- αντιπαρεκτείνομαι
- ἀντιπαρεκτείνομαι (Α)εκτείνομαι και διεισδύω αμοιβαία σε κάποιον ή κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιπαρήκω — ἀντιπαρήκω (Α) 1. αντιπαρεκτείνομαι* 2. περικυκλώνω, υπερφαλαγγίζω … Dictionary of Greek